κατανοσφιζόμενοι

κατανοσφιζόμενοι
κατανοσφίζομαι
embezzle
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατανοσφίζομαι — (Α) καταχρώμαι, σφετερίζομαι («οἱ κατανοσφιζόμενοι τὰ δημόσια», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νοσφίζομαι «ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”